- πρεσβυτέραν
- πρεσβυτέρᾱν , πρέσβυςold manfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Clítor — Κλείτωρ Clítor Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma g … Wikipedia Español
давьнѣи — (2*) сравн. степ. 1. Давнее, раньше: не зѣло преже бывъ си(х) лѣ(т) давнѣе. (πρεσβυτέραν) ГБ XIV, 92в. 2. Старше: сѣдіны же суть мдр(с)ть чл҃вку. и вздрастъ старости житье бескверньно ли кто равенъ лѣты ѥму давнѣи такъ честенъ. ГБ XIV, 152в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ISAAC — I. ISAAC Rabbinus, Viennâ ortus scripsit Orzeruach, h. e. Lux sata est, tempore Mosis ex Kotzi, vide ibi. II. ISAAC fil. Abraham ex Sara. Nat. A. M. 2139. ex Sara matre sterili iam An. 90. et Patre Abrahamo centenario. Obiit A. M. 1318. Aet. 118 … Hofmann J. Lexicon universale
μαιεύω — και μαιεύομαι (AM μαιεύομαι) [μαία] 1. (για μαία και μαιευτήρα) βοηθώ επίτοκη να γεννήσει, ξεγεννώ 2. αποσπώ απάντηση ή ομολογία με τη μαιευτική τέχνη τού Σωκράτους, εκμαιεύω μσν. αρχ. μτφ. φέρνω στο φώς, εμφανίζω για πρώτη φορά αρχ. 1. ενεργώ ως … Dictionary of Greek
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek